Χωλαίνοντας Συνώνυμα


Χωλαίνοντας Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κουτσαίνοντας, ανάπηρος, κουτσός, άτομα με ειδικές ανάγκες, περιορισθεί καθ, περιορίζεται, παρεμποδίζεται, trammeled, σκοντάψει, αλυσοδεμένοι.
Χωλαίνοντας Συνώνυμο συνδέσεις: ανάπηρος,