Σχολάζοντας Συνώνυμα


Σχολάζοντας Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ασθενών, εγκρατής, renouncing, συγκρατημένη, ανεκτική, αποδοχή, κατανόηση, τη συμπάθεια, μακροθυμία, αγόγγυστος, αυτόνομο, φιλοσοφικές, ατάραχος.
Σχολάζοντας Συνώνυμο συνδέσεις: εγκρατής, ανεκτική, αποδοχή, κατανόηση, ατάραχος,

Σχολάζοντας Αντώνυμα