Αμφίσημη Συνώνυμα


Αμφίσημη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αναποφάσιστοι, ανεπίλυτα, συγκρουόμενα, μικτά, άστατος, συγκεχυμένη, αντιφατική, αόριστες, ασαφή, ασταθής, συζητήσιμο.
Αμφίσημη Συνώνυμο συνδέσεις: άστατος, αντιφατική, αόριστες, ασταθής, συζητήσιμο,

Αμφίσημη Αντώνυμα