Αδιάκριτη Συνώνυμα
Αδιάκριτη Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- άκριτη, ισότιμη, casual, επιπόλαιο, απρόσεκτος, σαρωτικές, χονδρικό εμπόριο.
- κατέφερε, αδιάκριτη, χαλαρή, casual, απρόκλητη, άσωτος, profligate.
- μικτή, μπερδεμένες, ετερογενής, τυχαία, ετερόκλητη, διάφορα, ποικίλη, διαφοροποιημένα, κακότυχη, κωδικοποιημένα, χαοτική, διαφορετικές, επιλεκτικών, αδιαφοροποίητη, άδηλο.
- τυχαία, μικτή, διάφορα, ετερόκλητη, διαφοροποιημένη, ετερογενή και σύγχυση.