Αγορεύω Συνώνυμα


Αγορεύω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • κολαει, δημηγορώ, διάλεξη, perorate, διακηρύξει, στην κατοχή τους εμπρός, sermonize, διεύθυνση, κηρύττουν, δογματίσει, speechify.
Αγορεύω Συνώνυμο συνδέσεις: κολαει, δημηγορώ, διάλεξη, perorate, διακηρύξει, στην κατοχή τους εμπρός, sermonize, διεύθυνση, κηρύττουν, δογματίσει, speechify,