Περιηγηθείτε σε όλα Συνώνυμα


  • Ανάπηρος Συνώνυμα: βλάψουν, απενεργοποιήσετε, αποδυναμώσει, παραλύσει, καταστρέψει, καταστρέψει, βλάψει, enfeeble, πληγή,...
  • Αναπληρώνεται Συνώνυμα: διορίσει.
  • Αναπλήρωσης Συνώνυμα: αίτηση.
  • Αναπληρωτής Συνώνυμα: θυγατρικών, ενώνουν, συγχώνευση, σύμμαχο συμμαχου, συγχώνευσης, συνδυάζουν, συνενώνονται για,...
  • Αναπνέουν Συνώνυμα: εισπνεύστε, εκπνεύστε, αναπνέω, αναστεναγμό, λαχανιάζω, φούσκα, λαχανιάζουν, συριγμό, όσφρηση, πιπιλίζουν,...
  • Αναπνοής Συνώνυμα: αέρα, άνεμος, ατμός, μυρωδιά, λαχανιάζω, λαχανιάζω, στεναγμός, gasp, μυρουδιά, wheeze, αναπνοή, αναπνοή, εισπνοή,...
  • Αναποδιά Συνώνυμα: στερεώστε, ενταχθούν, γραβάτα, αξιοποιήσει, δεσμεύοντας, λουρί, αποδίδουν, πρόσδεσης, χειριστήριο,...
  • Αναποδογυρίστε Συνώνυμα: αναστατωμένος, ανατροπή, αντίστροφη, ανατροπή, τοποθετώ όρθιο, χτυπήσει πάνω, ανατροπή, ανατρέπεται, καρίνα,...
  • Αναπολώ Συνώνυμα: θυμάμαι, θυμάμαι, να στοχαστούν, αναπολούν, καλέστε στο μυαλό, να υπενθυμίσω, να αναδημιουργήσει, ότι.
  • Αναποτελεσματική Συνώνυμα: αναποτελεσματική.αναποτελεσματική, αντιπαραγωγική, άχρηστο, μάταια, μάταιο, άκαρπες, άκαρποι, inconsequent,...
  • Αναποφάσιστος Συνώνυμα: ασαφή, ανεπιβεβαίωτες, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, ήσυχος, ασήμαντο.αναποφάσιστος, αμφιταλαντεύσεις, αβέβαιο,...
  • Αναπόφευκτη Συνώνυμα: αναπόφευκτη, αναπόφευκτη, αδυσώπητη, unpreventable, αναπόφευκτη, fated, προορισμένο, προορισμένος, ανεξέλεγκτη,...
  • Αναπτύξετε Συνώνυμα: χρήση, χρησιμοποιούν, έχει συσταθεί, οργανώσει, καθορίζονται, θέση.
  • Ανάπτυξη Συνώνυμα: ώριμη, ωριμάζουν, μεγαλώνουν, ηλικία, ώριμος, άνθος, μπουμπούνας, ωριμάζω.εντείνει, εντείνει, κλιμακωθεί,...
  • Αναπτύξω Συνώνυμα: κράτος, express, παρουσιάσει, που ορίζονται, λεπτομέρεια, διατυπώσει, διαφωτίσει, περιγράφουν.
  • Άναρθρες Συνώνυμα: ασυνάρτητο, ακατάληπτο, σιωπηλός, αλλοιωμένους, δυσδιάκριτος, λεκτική.
  • Αναρίθμητα Συνώνυμα: αμέτρητες, αναρίθμητες, ανυπολόγιστες, ανείπωτη, άπειρο, μυριάδες, χωρίς, απεριόριστη, απέραντο.
  • Αναρίθμητες Συνώνυμα: αμέτρητες, αναρίθμητα, ανυπολόγιστες, πολυπληθής, ατελείωτες, άπειρο, μυριάδες, απέραντο, απέραντο, άμετρος,...
  • Ανάρμοστη Συνώνυμα: ακατάλληλο, ανάρμοστο, ακατάλληλα, άσχετος, αταίριαστη, άστοχα, αμφισβητήσιμη, υποδηλώνουν, επίθεση, οἵαις,...
  • Αναρρώνω Συνώνυμα: ανακτήσει.
  • Ανάρρωσης Συνώνυμα: ανάκτηση, αποκατάστασης, αποκατάσταση, βελτίωση, συλλαλητήριο, αποκατάσταση, αναζωογόνηση, αναγέννηση,...
  • Αναρρωτική Συνώνυμα: βαρεθεί, βαριούνται, κατάκοπος, άρρωστος και κουρασμένος, κουρασμένος, χορτάτης, κουρασμένο, αηδία.ναυτία,...
  • Αναρχία Συνώνυμα: σύγχυση.
  • Ανασκαφή Συνώνυμα: χαντάκι.
  • Ανασταλτικά Συνώνυμα: διάφραγμα, ματαιώσει, ματαιώσει, foil, αποφεύγουν να προβούν, εμποδίζουν, εμποδίζουν, εμποδίζουν, μπλοκ,...
  • Ανάσταση Συνώνυμα: αναβίωση, ανανέωση, αναγέννηση, αναζωογόνηση, επανεμφάνιση, επιστροφή, επιστροφή, αποκατάσταση, αναβίωση,...
  • Αναστατώ Συνώνυμα: διατηρούνται ίδρυμα προκαλέσει διαταραχές, συγχέουμε, απογοήτευση, αναστατωμένος, ασύμμετρη, unnerve, ταράζουν,...
  • Αναστατωμένοι Συνώνυμα: αναστατωμένος.
  • Αναστάτωση Συνώνυμα: τέχνασμα, φάρσα, κακία, πρεσαριστή, shenanigans, χωρατό, roguishness, ανοησία, playfulness, horseplay, hijinks.συγχέουν, ενοχλούν,...
  • Αναστείλει Συνώνυμα: διακόψει, καθυστέρηση, αναβάλει, σπάσει, αναβολή, αναβληθεί, αναβολή, αναβάλλω.κολλήσει, εξαρτώνται,...
  • Αναστέλλουν Συνώνυμα: συγκράτηση.
  • Ανάστημα Συνώνυμα: κύρος, αναγνώριση, φήμη, ανάπτυξη, επίτευγμα, υπόψη, υπεροχή, διάκριση, ποιότητα, ολοκλήρωση.ύψος, ύψος,...
  • Αναστήσουν Συνώνυμα: αναβιώσει, διάσωση, αποθήκευση, αναζωογονώ, αναστήσει, επαναφορά, φέρει, να φέρει γύρω από.
  • Αναστολή Συνώνυμα: συγκράτησης, περιορισμού, αποθεματικό, επιφυλακτικότητα, καταστολή, καταστολή, περιορισμού, ελέγχου,...
  • Αναστρέψτε Συνώνυμα: rave, ενθουσιάζονται, τρελαθούν, τρελαίνομαι, ενθουσιάζομαι, συνεχίσω, χάνουν τον έλεγχο.
  •