Περιηγηθείτε σε όλα Συνώνυμα


  • Αδιαπέραστη Από Συνώνυμα: αδιαπέραστο.
  • Αδιαπέραστο Συνώνυμα: ακατανόητη, ανεξιχνίαστο, αινιγματικός, μπλέκοντας, αδιάλυτο, ανεξήγητο, ανεξιχνίαστος, αδιαπέραστη από,...
  • Αδιατάρακτο Συνώνυμα: ατάραχος, αποτελείται από, levelheaded, απαθής, αυτόνομη, unexcitable προ!, αδιάφορος, ξένοιαστος, δροσερό, ασθενής, που...
  • Αδιαφανές Συνώνυμα: αδιαπέραστη, σκοτεινό, ασαφή, πυκνό, θολό, συννεφιασμένο, σκοτεινό.ηλίθιο, πυκνό, αμβλεία, παχύ, thickheaded, άγνοια,...
  • Αδιάφορη Συνώνυμα: συνηθισμένη τακτική, μέτρια, μέτρια, χωρίς διάκριση, ασήμαντο, ασήμαντο, ασήμαντο,...
  • Αδιαφορία Συνώνυμα: αμεροληψία, αποκόλληση, ουδετερότητα, δικαιοσύνη, ισότητα, δικαιοσύνης.αδιαφορία, αδιαφορία, λήθαργος,...
  • Αδιάφορος Συνώνυμα: αδιάφορος, αδιάφορη, αμέτοχη, υπεροπτική, αποκόλληση, απαθής, ψύχραιμη, χαλαρός, δροσερό, αδιάφορο, μακρινό,...
  • Αδιαφώτιστος Συνώνυμα: άγνοια.
  • Αδιάψευστη Συνώνυμα: αναμφισβήτητη.
  • Αδιέξοδο Συνώνυμα: αδιέξοδο, αδιέξοδο, αδιέξοδο, στάση, εμπόδιο, αδιέξοδο, αδιέξοδο, συμφόρηση, μπλοκ, τέλμα, εμπλοκή, εμπόδιο,...
  • Αδικαιολόγητα Συνώνυμα: υπερβολικά, εσφαλμένα, άδικα, υπερβολικές, υπερβολικά, άσκοπα, ημερολόγιο, δυσανάλογα, αδικαιολόγητα,...
  • Αδικαιολόγητη Συνώνυμα: απρεπής.ασυγχώρητη, αδικαιολόγητη, unsupportable, αδικαιολόγητος, ασυγχώρητη, ασυγχώρητη, ελαττωματικό,...
  • Αδικαιολόγητος Συνώνυμα: ασυγχώρητο.
  • Αδικηθεί Συνώνυμα: περίλυπος, θρηνεί, λυπημένος, λυπημένος, πλήττονται, ἱκόμαν, ταραγμένη, διαταραχθεί, θλίψη που επλήγησαν,...
  • Αδίκημα Συνώνυμα: σφάλμα, αμαρτία, οργή, τραυματισμό, βλαμμένος, έγκλημα, αντιπρόεδρος, σκάνδαλο.επίθεση, επίθεση, πολιορκία,...
  • Αδικία Συνώνυμα: ανισότητα, αδικία, μεροληψίας, μονομέρεια, προκατάληψη, μεροληψία, ευνοιοκρατία, κομματισμό, τραυματισμό,...
  • Άδικο Συνώνυμα: παράνομη, άνιση, άδικο, μερική, άδικο, ζημιογόνο, μεροληπτικός, χαριστικός, άδικος, αδικαιολόγητη, άδικο,...
  • Αδιόρθωτα Συνώνυμα: σκληρό, ανένδοτο, πεισματάρης, αμείλικτη, ανελέητο, ανελέητο, ανυποχώρητη, ανένδοτος, άκαμπτη, αδυσώπητη,...
  • Αδιόρθωτος Συνώνυμα: αβοήθητοι, απελπιστική, σκλήρυνση, χρόνιες, φανατικός, ξεδιάντροπη, ανίατες, ανεπανόρθωτη και μη...
  • Αδίστακτοι Συνώνυμα: ασυνείδητη, ανήθικη, ανέντιμη, ανήθικο, επαίσχυντη, αδίστακτος, εκμετάλλευσης, χειραγώγησης, διεφθαρμένη,...
  • Αδίστακτος Συνώνυμα: ανελέητο, ανελέητο, άσπλαχνος, χωρίς επιείκεια, άκαρδος, αμείλικτη, αναίσθητος, σκλήρυνση, ανάλγητη, κρύο,...
  • Άδολη Συνώνυμα: απλοϊκή, αφελής, απλή, αθώα, ειλικρινή, φυσική, αφελής, ανοικτή, ειλικρινής, ειλικρινείς, αληθείς, απλές,...
  • Άδοξο Συνώνυμα: ντροπή.
  • Αδράνεια Συνώνυμα: σημαία, κρέμασμα, αποτυγχάνουν, ελαστικών, ξεθωριάζει, παρακμή, μαραίνονται, αρρωσταίνω.ακινησία, υπόλοιπο,...
  • Αδρανή Συνώνυμα: ακίνητος, ακίνητος, ακίνητος, ήρεμο, ανενεργό, σταθερός, άψυχο, ταλαιπωρημένα, υποτονική, αποχαυνωτικά,...
  • Αδύναμα Συνώνυμα: αδύναμη.
  • Αδύναμη Συνώνυμα: αναποτελεσματική, ανίσχυρη, αδύναμη, κουτσός, αναποτελεσματική, ανεπαρκής, πρόχειρη, άτονα,...
  • Αδυναμία Συνώνυμα: αδυναμία, ατονία, εξάντληση, αναπηρίας, αδυναμία, frailness, κατάπτωση, εκνευρισμός, εξασθένιση, εξασθένηση,...
  • Αδύναμο Μυαλό Συνώνυμα: αναποφάσιστος, αναποφάσιστοι, αμφιταλαντεύσεις, άβουλη, weak-kneed, δειλός, παραπαίουσας, θαρραλέα, δειλή, δειλός.
  • Αδύναμοι Συνώνυμα: αδύναμη, αδύναμο, ευπαθής, ασθενικά, προβληματική, αποδυναμωμένη, εξασθενημένο, υπέργηρος, ασθενικές,...
  • Αδύναμους Συνώνυμα: εύθραυστη, λεπτή, αδύναμη, εύθραυστος, wispy, λεπτό, αδύναμο, αδύναμοι, λεπτός, δεν υποστηρίζεται, ελαφρά,...
  • Αδυσώπητη Συνώνυμα: ανένδοτοι.ανένδοτο.
  • Αδυσώπητος Συνώνυμα: ακατάβλητος, ακόρεστη, αμείλικτη, αδυσώπητη, άκαμπτη, ανυποχώρητη, χωρίς συμβιβασμούς, ασυμβίβαστα,...
  • Αδυσώπητου Συνώνυμα: ανελέητο, άσπλαχνος, αδίστακτος, σκληρή, τοσαύτας, ανυποχώρητο, αμείλικτη, coldblooded, αδυσώπητη, αδυσώπητος,...
  • Άδω Συνώνυμα: swing, ταλάντευση, παλμούς, beat, κύμα.
  •