φρικιό Αντώνυμα


Φρικιό Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • κανονική, συνήθη, τυπικά, συνήθως, κοινή, κάθε μέρα, τρέξιμο του μύλου.

φρικιό Συνώνυμα