υποχρεώνοντας Αντώνυμα


Υποχρεώνοντας Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • απερίσκεπτος, disobliging, αγέλαστος, αξιωματικά, αγενές, εχθρική.

υποχρεώνοντας Συνώνυμα