κωλυσιεργία Αντώνυμα


Κωλυσιεργία Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • προθυμία, αμεσότητα, ενθουσιασμό, συνεργασία, ζήλο.

κωλυσιεργία Συνώνυμα