κυρίως Αντώνυμα


Κυρίως Αντώνυμα Επίρρημα μορφή

  • ελαφρώς, ελάχιστα, δευτερευόντως, μερικώς τουλάχιστον, τέλος.

κυρίως Συνώνυμα