εφεύρεση Αντώνυμα


Εφεύρεση Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • imitativeness, unoriginality, νωθρότητα, μπαγιατίλα.
  • αλήθεια, γεγονός, πραγματικότητα.

εφεύρεση Συνώνυμα