επισπεύσει Αντώνυμα


Επισπεύσει Αντώνυμα Ρήμα μορφή

  • αργή, εμποδίζουν, καθυστέρηση, να χαλαρώσει, καθυστερούν.

επισπεύσει Συνώνυμα