ανεπιφύλακτη Αντώνυμα


Ανεπιφύλακτη Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • ειδική, ελλιπή, νόμιμη, απρόθυμη, μερική, περιορισμένη.

ανεπιφύλακτη Συνώνυμα