ανένδοτο Αντώνυμα


Ανένδοτο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • ευέλικτη, συμβατό, συνεταιρισμός, απόδοσης, tractable, προσαρμόσιμο.

ανένδοτο Συνώνυμα