αμείλικτη Αντώνυμα


Αμείλικτη Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • διαλείπουσα, έκτακτες, σύντομη.
  • ελεήμων, συμπονετικός, αποδίδει.

αμείλικτη Συνώνυμα