ακύρωνε Αντώνυμα


Ακύρωνε Αντώνυμα Ρήμα μορφή

  • επιβολή, επικύρωση, διατηρήσει, να θεσπίσει, ενίσχυση.

ακύρωνε Συνώνυμα