αδιατάρακτο Αντώνυμα


Αδιατάρακτο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • ευερέθιστος, ευέξαπτος, οργισμένο, ταραγμένη, ανυπόμονος.

αδιατάρακτο Συνώνυμα