άπειρο Αντώνυμα


Άπειρο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • πεπερασμένο, περιορισμένη, μετρήσιμα, δέσμια.

Άπειρο Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • finitude, όριο, όρια, τέλος.

άπειρο Συνώνυμα