Συνεχώς Αντώνυμα


Συνεχώς Αντώνυμα Επίρρημα μορφή

  • περιστασιακά, ακανόνιστα, σπασμωδικά, τυχαία, μερικές φορές.

Συνεχώς Συνώνυμα