Συνειδητή Αντώνυμα


Συνειδητή Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανυποψίαστος, αυτόματο, ευκαιρία, ακούσια.
  • ασυνείδητο, κοιμάται, χάνει τις αισθήσεις, αγνοεί, νεκρός.

Συνειδητή Συνώνυμα