Ανάλαφρο Αντώνυμα


Ανάλαφρο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • τάφος, νηφάλιος, καταπονημένοι, λυπημένος, ανήσυχος.

Ανάλαφρο Συνώνυμα