Αμετρίαστος Αντώνυμα


Αμετρίαστος Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • μερική, προσόντα, περιστασιακή, υπό όρους, περιορίζεται, κάποια στιγμή.

Αμετρίαστος Συνώνυμα