Αγνότητα Αντώνυμα


Αγνότητα Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ασέλγεια, άδεια, τη σφοδρή επιθυμία, μοιχεία, πορνεία.

Αγνότητα Συνώνυμα